- σελευκίς
- -ίδος, ἡ, Α1. είδος γυναικείου υποδήματος από την Σελεύκεια τής Συρίας2. είδος χρυσού ποτηριού που πήρε την ονομασία του από το όνομα τού βασιλιά τής Συρίας Σελεύκου Α'3. είδος τριήρους4. είδος ακριδοφάγου πτηνού5. ως κύριο όν. ἡ Σελευκίςτο κράτος τών Σελευκιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σέλευκος + επίθημα -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.